- ψευδοπρεσβευτής
- ὁ, Αάτομο που εμφανίζεται ως πρεσβευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + πρεσβευτής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοπρεσβευτάς — ψευδοπρεσβευτά̱ς , ψευδοπρεσβευτής false ambassador masc acc pl ψευδοπρεσβευτά̱ς , ψευδοπρεσβευτής false ambassador masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)